ανάδεση

ανάδεση
η (Α ἀνάδεσις) [ἀναδέω]
1. δέσιμο προς τα επάνω
2. (για τα μαλλιά) το μάζεμα και δέσιμο προς τα επάνω
(αχ.) πρόσδεση, περίδεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έρσις — ἔρσις, εως, ἡ (Α) [είρω] 1. συναρμογή, σύνδεση, ανάδεση 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔρσις πλεξίδιον» …   Dictionary of Greek

  • αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… …   Dictionary of Greek

  • αναδεσάρι — το ορφανό αρνί ή ερίφιο που προσκολλάται σε άλλη μητέρα για να θηλάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάδεση + άρι*. ΠΑΡ. αναδεσαριά] …   Dictionary of Greek

  • αναδετικός — ή, ό [αναδέω] ο κατάλληλος για ανάδεση* …   Dictionary of Greek

  • επισκάλμωση — η ανάδεση, περιστροφή σχοινιού στον σκαλμό τού σκάφους …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • κιονίσκος — ο (Α κιονίσκος) [κίων] μικρός κίονας, μικρός στύλος νεοελλ. ναυτ. στον πληθ. οι κιονίσκοι μικροί κίονες οι οποίοι βρίσκονται στο κατάστρωμα πλοίων και χρησιμοποιούνται για την ανάδεση τών σχοινιών ρυμούλκησης …   Dictionary of Greek

  • ραφίδωμα — το, Ν [ραφιδώνω] ναυτ. η ανάδεση ιστίου στο κέρας ή στην κεραία του με ραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”